Το χωριό του Αγίου Μάμα

Η ευρύτερη περιοχή του Αγίου Μάμαντος κατοικήθηκε ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους και δη από τα μέσα της Νεολιθικής εποχής (5000 π.Χ.). Απτό παράδειγμα αποτελεί ο προϊστορικός οικισμός της γνώστης ως τούμπας του Αγίου Μάμαντα.  Είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές τούμπες της Χαλκιδικής και η μοναδική γνώστη που σώζει δύο κορυφές. Αποδείχτηκε με τις πρόσφατες ανασκαφές ότι η δεύτερη χαρακτηριστική κορυφή δεν σχηματίστηκε κατά τους προϊστορικούς χρόνους, αλλά κατά τη βυζαντινή περίοδο.

Με τις ανασκαφές του 1928 από τον Heurtley διαπιστώθηκε ότι η συνολική διάρκεια κατοίκησης του οικισμού ξεκινούσε από τη Νεολιθική εποχή και έφθανε μέχρι την εποχή του σιδήρου (1050 – 670 π.Χ). Στη Ύστερη εποχή του χαλκού εμφανίζονται αρκετά δείγματα μυκηναϊκής κεραμικής, ενδεικτικά για την εξάπλωση του είδους και τις στενές επαφές με τη νότια Ελλάδα.Μέσα σε αγγείο που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη  βρέθηκαν γύρω στις 70 γυάλινες χάντρες από φαγεντιανή. Είναι το παλαιότερο δείγμα φαγεντιανής στον ελλαδικό χώρο αλλά και παγκοσμίως.

Η περιοχή του Αγίου Μάμαντος βρισκόταν ανάμεσα σε δύο σημαντικές πόλεις της αρχαίας κλασικής εποχής, την αρχαία Όλυνθο, που ήταν βοττική πόλη, και την Ποτίδαια, αποικία που ίδρυσε η Κόρινθος περί τα 600 π.Χ.. Κατά τη σύγκρουση Ποτιδαιατών και Αθηναίων το 432 π.Χ. διεξήχθη μία μάχη στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού υδροβιότοπου του Αγίου Μάμαντα όπου, σύμφωνα με όσα λέει ο Πλάτων στο Συμπόσιο, διακρίθηκε ο Αλκιβιάδης, ο οποίος μάλιστα τραυματίστηκε και σώθηκε από το Σωκράτη, που μετείχε επίσης στην εκστρατεία των Αθηναίων. Ταφικά ευρήματα της ελληνιστικής εποχής έχουν ανασκαφεί μεταξύ των περιοχών Παλιοχαίρωνα, Πόρτες και Γκρέμια του Αγίου Μάμαντος.

Από την άλλη πλευρά του Αγίου Μάμαντος η σημαντική πόλη της Ολύνθου μέλος και αυτή της Α΄ Αθηναϊκής συμμαχίας του 5ου π.Χ. αιώνα και ηγέτιδα πόλη του κοινού των Χαλκιδέων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην περιοχή μέχρι το  348 π.Χ., όταν την κατέλαβε και κατέστρεψε εκ θεμελίων ο Φίλιππος Β΄. Λέγεται, χωρίς να μπορεί να επιβεβαιωθεί, ότι οι κάτοικοι της Ολύνθου μετά την καταστροφή της από το Φίλιππο μετοίκησαν στην «Ολυνθία περιοχή», δηλαδή στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Μάμαντος.

Από το 168 π.Χ. αρχίζει για τη Μακεδονία η ρωμαϊκή περίοδος. Η περιοχή του σημερινού Άγιου Μάμαντα ανήκε στην Ρωμαϊκή Αποικία Colonia Iulia Augusta Cassandrensis  που  είχε υπό τον έλεγχό της μία πολύ εκτεταμένη περιοχή (territorium) που περιελάμβανε όλη τη χερσόνησο της Παλλήνης, βόρεια έφτανε έως το Χολομώντα, δυτικά ως τα Νέα Σύλλατα και ανατολικά έως τη Νικήτη. Ο πληθυσμός ήταν μικτός από Ρωμαίους αποίκους, Έλληνες – κυρίως Μακεδόνες – καθώς και Θράκες, απελεύθερους και δούλους.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η δεύτερη χαρακτηριστική κορυφή της Τούμπας του Αγίου Μάμαντος δε σχηματίστηκε κατά τους προϊστορικούς χρόνους αλλά κατά τη βυζαντινή περίοδο και πιθανόν να αποτελεί την αρχική κοιτίδα του βυζαντινού  χωριού του Αγίου Μάμαντα. Η πρώτη γνωστή αναφορά του χωριού του Αγίου Μάμαντα γίνεται σε έγγραφο της μονής Ιβήρων του έτους 1047 την εποχή δηλαδή  του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου και στη συνέχεια το 1094 επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού.

Την εποχή αυτή αρχίζουν να πληθαίνουν οι αναφορές στο βυζαντινό χωριό του Αγίου Μάμαντος. Αναφέρεται τα έτη 1283 και 1292 σε χρυσόβουλο λόγο του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου όπου έχουμε την πρώτη αναφορά στο μετόχι του Αγίου Μάμαντος που ανήκει στη μονή Βατοπεδίου, αναφέρεται μάλιστα ως «παλαιό» γεγονός που μας οδηγεί χρονικά στην ανάκτηση της Μακεδονίας από τους Αυτοκράτορες της Νίκαιας στη δεκαετία του 1250. Η «καθέδρα» του μετοχίου βρισκόταν στη θέση του σημερινού Γεωργικού Σταθμού και ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Μάλιστα γύρω στα 1300/1301, όπως αναφέρεται σε χρυσόβουλο λόγο του Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου του 1329, οι μοναχοί έκτισαν Πύργο στο μετόχι ο οποίος καταστράφηκε στις αρχές του 19ου αιώνα.

Σε έγγραφο του έτους 1346 αναφέρεται ότι το χωριό είχε παραχωρηθεί πριν απ’ αυτή τη χρονολογία, επί βασιλείας του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328) ίσως τη δεκαετία του 1320, σε «Βαρβαρηνούς» στρατιώτες. Οι στρατιώτες αυτοί, κατά τον βυζαντινολόγο Νικόλαο Οικονομίδη, ήταν Βέρβεροι, το πιθανότερο όμως είναι ότι πρόκειται για στρατιώτες ταταρικής καταγωγής που είχαν κατακλύσει τις περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης κατά τον 14ο  αιώνα. Στους στρατιώτες  αυτούς παραχωρήθηκε το χωριό του Αγίου Μάμαντος ως συλλογική στρατιωτική πρόνοια, δεν μπορούσαν δηλαδή να το μεταβιβάσουν στους κληρονόμους τους και το κατείχαν για όσο καιρό προσέφεραν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στο βυζαντινό αυτοκράτορα. Δεν  μπορούμε  να  πούμε  με  βεβαιότητα  ότι   οι «Βαρβαρηνοί» στρατιώτες διέμεναν μόνιμα στον Άγιο Μάμαντα είναι όμως το πιο λογικό να διαβιούσαν στο χωριό, να έφεραν τις οικογένειες τους ή να δημιούργησαν νέες με ντόπιες συζύγους εκτελώντας παράλληλα τα στρατιωτικά τους καθήκοντα. Τέλος χάνοντας την πρόνοιά τους στα 1346 εξαιτίας της σερβικής κατάκτησης, και θέλοντας να ζήσουν εν ηρεμία ίσως έγιναν πάροικοι της μονής Βατοπεδίου.

Το 1346 ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν, που είχε καταλάβει την περιοχή της   Χαλκιδικής,   παραχωρεί   όλο   το   χωριό,   που   είχε   ως   προκατόχους  τους «Βαρβαρηνούς» στρατιώτες, στην μονή Βατοπεδίου. Με τον χρυσόβουλο λόγο του Στέφανου Δουσάν η μονή, πλην των κτημάτων που κατέχει, ευεργετείται: «  εις τελείαν και αναφαίρετον δεσποτεία και κυριότητα το περί την Καλαμαρίαν  ευρισκόμενον χωρίον, το καλούμενον ο Άγιος Μάμας μετά πάσης της νομής και της περιοχής αυτού και ων είχε δικαίων και προνομίων, ως προκατείχον τούτο οι Βαρβαρηνοί στρατιώται και οι προ αυτών κατέχοντες το τοιούτον χωρίον». Στα 1357- 58 η μονή Βατοπεδίου, που έχει λάβει, όπως είπαμε, τα εδάφη των «Βαρβαρηνών» στρατιωτών  στο χωριό, ανοικοδομεί κάστρο στην περιοχή του Αγίου Μάμαντος.  Το κάστρο αυτό πιθανό να αποτέλεσε το βασικό πυρήνα του κτιριακού συγκροτήματος του μετέπειτα τσιφλικιού του Μιχαήλ Βέη και να βρισκόταν στο ύψωμα όπου σήμερα βρίσκεται το κονάκι.

Κατά τα τέλη του 15ου αιώνα ο Άγιος Μάμας ανήκει διοικητικά στον καζά Θεσσαλονίκης και σε οθωμανικό τεφτέρι της ίδιας εποχής αναφέρεται πρώτος στο ζεαμέτι (τιμάριο) του Defterdar Murad Bey, που πέρασε σ’ αυτόν από τον Mehmed Bey γιο του Turhan Bey.

Στο χωριό καταγράφονται 62 σπίτια, 3 άγαμοι και 11 χήρες. Επίσης υπάρχει και μία γεωργική περιοχή (mezra ‘a) με την ονομασία καρκάρα, χωρίς κατοίκους, που υπάγεται στον Άγιο Μάμα. Στο ίδιο τεφτέρι αναφέρεται, εκτός από το χωριό, και μία γεωργική περιοχή (mezra ‘a) με το όνομα Άγιος Μάμας που είναι κενή και μη καταγεγραμμένη, κατά πάσα πιθανότητα η περιοχή αυτή είναι το μετόχι της μονής Βατοπεδίου στον Αγίο Μάμαντα.Από τα τέλη του 17ου αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα και το 18ο αιώνα, ο Άγιος Μάμας μαζί με αρκετά χωριά της Χαλκιδικής και του Λαγκαδά (συνολικά 14 χωριά), γνωστά με το όνομα Χάσια ή Χασικοχώρια, ανήκε στο Χάσι του Λόγγου, του οποίου τα έσοδα καρπωνόταν ο εκάστοτε μαύρος Αρχιευνούχος του χαρεμιού  του Σουλτάνου ( Kizlar- Agasi). Μάλιστα σε χάρτη του Βορείου Αιγαίου του Β. Μ. Κορονέλλι του έτους 1696 ο κόλπος του Τορωναίου ονομάζεται κόλπος του Αγίου Μάμαντος και το χωριό τοποθετείται στο μυχό του κόλπου.

Στα 1821 η Χαλκιδική έλαβε μέρος στην ελληνική επανάσταση υπό την ηγεσία του Εμμανουήλ Παπά. Η ευρύτερη περιοχή του Αγίου Μάμαντος αποτέλεσε κέντρο των τουρκικών επιχειρήσεων εναντίον των υπερασπιστών της Κασσάνδρας. Το καλοκαίρι του 1821 ο Αχμέτ Μπέη και λίγες μέρες αργότερα ο Γιουσούφ Μπέη από το στρατόπεδό τους στο Μυριόφυτο και τον Άγιο Μάμα εφορμούν κατά της Κασσάνδρας. Στις 18 Αυγούστου του 1821 ένα τμήμα 700 Ελλήνων πολεμιστών αποβιβάζεται στον Άγιο Μάμαντα, επιτίθεται εναντίον των Τούρκων και σκοτώνει περισσότερους από 300. Η επανάσταση έληξε με το ολοκαύτωμα της Κασσάνδρας από τον πασά Μεχμέτ Εμίν το Νοέμβριο του 1821. Στην περιοχή του Αγίου Μάμαντος έγιναν σφοδρές συγκρούσεις με απώλειες και από τις δύο πλευρές. Το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς οι κάτοικοι του το εγκατέλειψαν και όσοι επέστρεψαν βρίσκονταν σε τέτοια ένδεια, ώστε τους απάλλαξαν από τους φόρους του έτους 1822 και τους έδωσαν ζώα και σπόρο. Σύμφωνα με την αφήγηση του αυτόπτη με τα γεγονότα του 1821 μάρτυρα Γερο-Αργυρού ακόμη και μετά από χρόνια οι κάτοικοι του χωριού ανακάλυπταν στον κάμπο και στα βούρλα του τσαϊριού ανθρώπινα οστά. Η ονομασία της τοποθεσίας «Βρωμαλκής» (αλυκή που βρωμάει),στα σύνορα με τη σημερινή Νέα Ποτίδαια, από την πλευρά του Θερμαϊκού κόλπου, κατά την παράδοση, οφείλεται στην δυσοσμία που ανέδιδαν τα πτώματα της μάχης που διεξήχθη εκεί στα 1821.

Στην επανάσταση του 1854 και πάλι στην περιοχή του Αγίου Μάμαντος είναι καταγεγραμμένη μία σύγκρουση ανάμεσα στους έλληνες του Δημήτριου (Τσάμη) Καρατάσου και τους Τούρκους.Σε μια οθωμανική καταγραφή των χωριών του καζά Θεσσαλονίκης του 1861 –  1862 ο Άγιος Μάμας ανήκε στο ναχιγιέ της Καλαμαριάς και αποτελεί τσιφλίκι με 70 χριστιανικά σπίτια και ένα μουσουλμανικό, ενώ το 1886 έχει 83 οικογένειες.

Ήδη από τη δεκαετία του 1860 το τσιφλίκι του Αγίου Μάμαντα είχε περιέλθει στη κατοχή με αγορά του Σερραίου χριστιανού ορθόδοξου μεγαλέμπορα Μιχαήλ Βέη, προκρίτου της Θεσσαλονίκης ο οποίος διέμενε στη Θεσσαλονίκη.Στη συνέχεια το τσιφλίκι πέρασε στην κατοχή του γιου του Νικόλαου που διέμενε επίσης με τη σύζυγο του Αικατερίνη και τα παιδιά του Μιχαήλ και Αλέξανδρο στη Θεσσαλονίκη. Κολίγοι χωρίς δική τους περιουσία καλλιεργούσαν τα κτήματα του Βέη ως ημισιαστές πληρώνοντας επιπλέον και το φόρο της δεκάτης στο οθωμανικό κράτος αλλά και ενοίκιο για το σπίτι που έμεναν, το αμπέλι που καλλιεργούσαν και για το δικαίωμα βοσκής των ζώων τους στο Βέη.

Στο μετόχι σώζεται το κτήριο του «Διοικητηρίου» και η εκκλησία   του   Αγίου   Γεωργίου   κτισμένη   το   1907.Ο πύργος και τα τείχη καταστράφηκαν τον 19ο αιώνα.

Στο χωριό του Αγίου Μάμαντα δεν υπήρχε κοινότητα επί τουρκοκρατίας και αρμόδιος για τα κοινοτικά ζητήματα ήταν ο Μουχτάρης της γειτονικής Πορταριάς. Για πρώτη φορά λειτούργησε δημοτικό σχολείο το σχολικό έτος 1903- 1904 με 10 μαθητές τους οποίους δίδασκε ο δημοδιδάσκαλος Ιωάννης Συρόπουλος με ετήσιο μισθό 7 οθωμανικές λίρες. Το σχολείο στεγαζόταν στο «Μαγαζείον», στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το κοινοτικό κατάστημα, το οποίο ανήκε στο Βέη και το παραχώρησε ως δωρεά αποκλειστικά για τη λειτουργία σχολείου το 1924, μετά την απελευθέρωση.

Από το 1918 έως το 1926 ο Άγιος Μάμας αποτελούσε συνοικισμό που ανήκε στη γειτονική κοινότητα της Πορταριάς (ΦΕΚ Α 152/1918) μαζί με τα χωριά Καρκάρα, Μυριόφυτο, Βρομώσυρτα, Καρά-Τεπέ, Σουφλάρ, Εμερτζελή, Μαριανά και   Πάζαλο.Ο Άγιος Μάμας έγινε ανεξάρτητη κοινότητα στα 1926 και οι πρώτες κοινοτικές εκλογές έγιναν τον Αύγουστο του 1927 με πρώτο πρόεδρο το Μαργαρίτη Πλατσά. Πρώτος γραμματέας της κοινότητας ανέλαβε ο Γεώργιος Μουχτιδίωτης. Το πρώτο κοινοτικό γραφείο λειτούργησε το 1926 στο κτήριο του «Μαγαζείου» και συστεγαζόταν με το δημοτικό σχολείο μέχρι το 1935.

Οι αδερφοί Μιχαήλ και Αλέξανδρος Βέη συνέχιζαν να κατέχουν το τσιφλίκι, διέμεναν στο κονάκι, οικία που αποτελεί δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα και έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Στις 08-05-1928 με την υπ’ αριθμ. 238693 απόφαση του Υπ. Γεωργίας ολόκληρο το τσιφλίκι κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο. Το 1930 απαλλοτριώνεται οριστικά και εξ ολοκλήρου και το μετόχι της μονής Βατοπεδίου (4.000 στρέμματα) στον Άγιο Μάμαντα από το δημόσιο.

Σήμερα ο Άγιος Μάμας είναι ένας μεγάλος οικισμός και έδρα του ομώνυμου Δημοτικού διαμερίσματος στο Δήμο Προποντίδας του νομού Χαλκιδικής. H απόστασή του από τη Θεσσαλονίκη είναι 70 χιλιόμετρα. Αριθμεί περίπου 1.030 κατοίκους  με κύρια ασχολία την καλλιέργεια βρώσιμης ελιάς και τις τουριστικές επιχειρήσεις.Την  παραλία του την επισκέπτονται κάθε χρόνο πολλοί επισκέπτες.

«Σημειώσεις από την μελέτη  του Δημήτριου Κουρμπέτη «Το χωριό Άγιος Μάμας Χαλκιδικής»